- λαπτικός
- λαπτικός, ή, όν,A fit for emptying (v. λάπτω sub fin.), Eust.1413.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαπτικός — λαπτικός, ή, όν (Α) ο κατάλληλος για κένωση, καθαρτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφαλμένο τ. αντί λαπακτικός < λαπάσσω «αδειάζω»] … Dictionary of Greek
λαπτικόν — λαπτικός fit for emptying masc acc sg λαπτικός fit for emptying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)